κυβικό σύστημα

κυβικό σύστημα
Μία από τις επτά υποδιαιρέσεις της κρυσταλλικής κατάταξης των κρυστάλλων. Περιλαμβάνει όλους τους κρυστάλλους με τριπλό σύστημα κρυσταλλογραφικών αξόνων, οι οποίοι σχηματίζουν μεταξύ τους γωνίες (α,β,γ) ίσες με 90°. Οι θεμελιώδεις παράμετροι (a,b,c) είναι ίσες μεταξύ τους· παρουσιάζουν τρεις άξονες τέταρτης τάξης και τέσσερις άξονες τρίτης τάξης. Το κ.σ. περιλαμβάνει πέντε κρυσταλλικές τάξεις: την ολοεδρία ή εξάκις οκταεδρία, η οποία παρουσιάζει όλα τα στοιχεία συμμετρίας (δηλαδή έξι άξονες δεύτερης τάξης, τρεις άξονες τέταρτης τάξης, τέσσερις άξονες τρίτης τάξης, εννέα επίπεδα συμμετρίας και το κέντρο συμμετρίας)· την ολαξονική ημιεδρία ή πενταγωνική εικοσιτετραεδρία· την παρημιεδρία ή δωδεκαεδρία· την ανθημιεδρία ή εξάκις τετραεδρία και την τεταρτοεδρία ή πενταγωνική, δωδεκαεδρική τετραεδρία. Το σύστημα αυτό οφείλει την ονομασία του στον κύβο (απλό σχήμα που εμφανίζεται σε όλες τις τάξεις) και καλείται επίσης μονομετρικό. Τα ορυκτά που κρυσταλλώνονται στο κ.σ. είναι πολλά. Από αυτά τα πιο σημαντικά είναι ο φθορίτης, ο γαληνίτης, ο χρυσός, ο άργυρος, ο αδάμαντας, το ορυκτό άλας, ο κυπρίτης, οι σπινέλιοι, οι γρανάτες, ο σφαλερίτης, ο σιδηροπυρίτης, ο τετραεδρίτης, ο ουλμανίτης και διάφορες τεχνητές συνθέσεις. Βλ. λ. κρυσταλλογραφία. Επάνω, θέση των αξόνων συμμετρίας, κοινών σε όλα τα κρύσταλλα, του συστήματος. Κάτω, δύο από τα πιθανά κρυσταλλικά σχήματα του σιδηροπυρίτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σύστημα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σύσταμα και μτγν. τ. σύστεμα Α [συνίσταμαι] 1. σύνολο στοιχείων, υλικών ή ιδεατών, τού οποίου τα μέλη βρίσκονται σε στενή μεταξύ τους σχέση αλληλεξάρτησης και συναπαρτίζουν ένα οργανωμένο όλον, καθώς και η ολότητα τών σχέσεων …   Dictionary of Greek

  • ηλιακό σύστημα — Ο Ήλιος και το σύνολο των ουράνιων σωμάτων, πλανητών, δορυφόρων, αστεροειδών, κομητών και μετεωριτών/μετεώρων που περιφέρονται γύρω από αυτόν σύμφωνα με τους νόμους της παγκόσμιας έλξης και τους νόμους του Κέπλερ. Μετά τις πρόσφατες όμως… …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • κυβικός — Όρος των μαθηματικών, που χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις χαρακτηρισμού: κ. πολυώνυμο. Έτσι ονομάζεται κάθε πολυώνυμο τρίτου βαθμού. κ. εξίσωση. Έτσι ονομάζεται κάθε εξίσωση τρίτου βαθμού αx3 + βx2 + γx + δ = 0 με α ≠ 0. κ. καμπύλη. Έτσι… …   Dictionary of Greek

  • ορυκτό — Φυσική ουσία, συνήθως στερεή και ανόργανη με χημική σύσταση και φυσικές ιδιότητες καθορισμένες. Κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, τα ο. είναι κρυσταλλικά, δηλαδή έχουν κανονικό σχήμα διεπόμενο από τους νόμους της κρυσταλλογραφίας· ελάχιστα είναι τα… …   Dictionary of Greek

  • διδυμία — Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι.… …   Dictionary of Greek

  • κρυόλιθος — Ορυκτό του νατρίου, με χημικό τύπο Να3ΑlF6. Παρουσιάζει το φαινόμενο του πολυμορφισμού, δηλαδή κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα σε κανονική θερμοκρασία, ενώ σε θερμοκρασίες πάνω από 550°C οι σχηματιζόμενοι κρύσταλλοι ανήκουν στο κυβικό… …   Dictionary of Greek

  • αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… …   Dictionary of Greek

  • ευλυτίνης — Ορυκτό αποτελούμενο από πυριτικό βισμούθιο. Ο χημικός τύπος τους είναι Bi4(SiΟ4)3. Κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα σε μικρούς κρυστάλλους με στρογγυλεμένες ακμές. Έχει ειδικό βάρος 6,1 και σκληρότητα 5 6 στη σκληρομετρική κλίμακα των ορυκτών. Η …   Dictionary of Greek

  • δεμαντοειδής — Ορυκτό με χημικό τύπο Ca3Fe2(SiO4) συνοδευόμενο από χρώμιο (Cr). Ανήκει στην κατηγορία των πυριτικών ορυκτών και κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα. Είναι σπάνιο και όμορφο ορυκτό, πολύτιμο για τους συλλέκτες. Ο δ. έχει συνήθως πράσινο χρώμα, λόγω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”